οζιδιοειδής

οζιδιοειδής
-ές
όμοιος με οζίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”